- κριβάνη
- κριβάνη, ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)είδος πίτας στους Λάκωνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λέξης κρίβανος (ὁ), με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριβάνας — κριβάνᾱς , κριβάνη a cake fem acc pl κριβάνᾱς , κριβάνη a cake fem gen sg (doric aeolic) κριβάνᾱς , κριβάνης a cake masc acc pl κριβάνᾱς , κριβάνης a cake masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)